- πανεπόρφνιος
- πανεπόρφνιοςall night longmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανεπόρφνιος — ον, Α αυτός που διαρκεί ολόκληρη τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπί + ὄρφνη «σκοτάδι»] … Dictionary of Greek